- περιφήμιστος
- περιφήμ-ιστος, ον,A famous, Ps.-Callisth.3.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφήμιστος — ον, Μ [περιφημίζω] περίφημος … Dictionary of Greek
περιφήμιστον — περιφήμιστος famous masc/fem acc sg περιφήμιστος famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφήμιστα — περιφήμιστος famous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)